- ἐγκίρνημι
- ἐγ - κίρνημι, aor. part. ἐγκεράσᾶσα: mix in, οἶνον, Il. 8.189†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εγκίρνημι — ἐγκίρνημι (Α) εγκεράννυμι … Dictionary of Greek